- σώστρα
- τα / σῶστρα, ΝΑνεοελλ.ναυτ. αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που έχει εγκαταλειφθεί από το πλήρωμα ή για τη διάσωση τμημάτων τού πλοίου ή τού φορτίου τουαρχ.1. ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία2. αμοιβή για την προσαγωγή ζώων ή δούλων που είχαν διαφύγει3. η αμοιβή τού γιατρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω (το -σ- τού τ. κατά τον παθ. παρακμ. σέσωσμαι) + επίθημα -τρον που απαντά συχνά σε λ. τα οποία δηλώνουν πληρωμή ή αμοιβή (πρβλ. κόμισ-τρα, λύ-τρα)].
Dictionary of Greek. 2013.